γυμνασιακός

γυμνασιακός
η , ό[ν] гимназический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γυμνασιακός" в других словарях:

  • γυμνασιακός — ή, ό ο σχετικός με το γυμνάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάσιο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ηλία Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιακός — ή, ό ο σχετικός με το γυμνάσιο: Τα γυμνασιακά χρόνια μού έμειναν αξέχαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»